-
1 κηδεία
κηδείᾱ, κηδείαcare: fem nom /voc /acc dualκηδείᾱ, κηδείαcare: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κηδείᾱͅ, κηδείαcare: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κηδεία
κηδεία, ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνϑρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ πρός τινα κηδεία Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.
-
3 κηδεια
ἥ тж. pl.1) некровное родство, свойствоκηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. — породниться с кем-л. (через брак);
ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. — (семейная связь) по кровному родству или свойству;ἥ πρός τινα κ. Arst. — свойство с кем-л.2) погребение -
4 κηδεία
κηδεία ηпогребение, похороны -
5 κηδεία
-
6 κηδείᾳ
Βλ. λ. κηδεία -
7 κηδεία
η похоронная процессия; похороны, погребение -
8 κήδεια
κήδειοςcared for: neut nom /voc /acc pl -
9 κηδεία
[кндиа] ουσ. θ. погребение, похороны,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κηδεία
-
10 κηδεία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 2 Mc 4,49; 5,10care for the dead, funeralCf. WALTERS 1973, 40 -
11 κηδεία
[кндиа] ουσ θ погребение, похороны. -
12 κηδεία
κηδ-εία, ἡ,A care for the dead, funeral, A.R.2.836;κ. καὶ περιστολή D.H.3.21
, BGU896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; mourning,ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας SIG1219.14
(Gambreum, iii B.C.).II connexion by marriage, alliance,κηδείαν ξυνάψαι τινί E.Supp. 134
;συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κ. X.Mem.2.6.36
;κ. συνάπτεσθαι πρός τινα Plb. 1.9.2
;ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ.. κηδείαν Arist.Pol. 1262a11
; κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις ib. 1280b36; ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. ib. 1307a39. -
13 κηδεία
funérailles -
14 κηδεία
pogrzeb (m) rzecz. -
15 κηδεία
pohřeb -
16 κηδεία
funeralΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κηδεία
-
17 πολυ-κήδεια
πολυ-κήδεια, ἡ, viel Sorgen od. Kummer, Schol. Ap. Rh. 3, 298.
-
18 ἀ-κήδεια
-
19 κηδείας
κηδείᾱς, κηδείαcare: fem acc plκηδείᾱς, κηδείαcare: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 κηδείαι
κηδείᾱͅ, κηδείαcare: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
κηδεία — κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc/acc dual κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείᾳ — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… … Dictionary of Greek
κηδεία — η εκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείας — κηδείᾱς , κηδεία care fem acc pl κηδείᾱς , κηδεία care fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαι — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαν — κηδείᾱν , κηδεία care fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεῖαι — κηδεία care fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαις — κηδεία care fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείῃ — κηδεία care fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)