Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η κηδεία

См. также в других словарях:

  • κηδεία — κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc/acc dual κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείᾳ — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… …   Dictionary of Greek

  • κηδεία — η εκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείας — κηδείᾱς , κηδεία care fem acc pl κηδείᾱς , κηδεία care fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείαι — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείαν — κηδείᾱν , κηδεία care fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεῖαι — κηδεία care fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείαις — κηδεία care fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδείῃ — κηδεία care fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»